χαλκοχίτων

χαλκοχίτων
χαλκο-χίτων [pron. full] [ῐ], ωνος, , ,
A bronze-clad,

Ἀχαιοί Il.1.371

, 2.47, etc.;

Τρῶες 5.180

, al.;

Βοιωτοί 15.330

;

Κρῆτες 13.255

; Δαναοὶ πύκα χ. Epigr. ap. Aeschin.3.185.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαλκοχίτων — bronze clad masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χρυσο χίτων] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοχιτώνων — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνα — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνας — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνες — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνι — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοχίτωνος — χαλκοχίτων bronze clad masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”